πετάλοισι

πετάλοισι
πέταλον
leaf
neut dat pl (epic ionic aeolic)
πέταλος
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PALMA — I. PALMA Consul sub Hadriano, seu A. Cornelius Palma, ingegrô nomine, fuit Consul II. ordinarius eôdem annô, quô inter suffectos Hadrianus, postea huius iussu una cum Celso seu L. Publilio Celso, hadriani in illo suo Consulatu collega, occisus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατηρεφής — κατηρεφής, ές (Α) 1. καλά στεγασμένος, σκεπασμένος, καλυμμένος («σπέος... δάφνῃσι κατηρεφές», Ομ. Οδ.) 2. θολωτός, κυρτός (α. «εὕδοντ ἐν κατηρεφεῑ πέτρῳ», Σοφ. β. «στέγην γὰρ ἧς κατηρεφεῑς δόμοι», Ευρ.) 3. (για δέντρα) αυτός που έχει πυκνό… …   Dictionary of Greek

  • κοκκύζω — (Α κοκκύζω, δωρ. τ. κοκκύσδω) [κόκκυ] νεοελλ. (γι αυτούς που έχουν προσβληθεί από κοκκύτη) βήχω συνεχώς αρχ. 1. (για το πτηνό κόκκυγας) φωνάζω «κούκου» («ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον», Ησίοδ.) 2. (για τον πετεινό) κραυγάζω,… …   Dictionary of Greek

  • πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”